- μαιευτικός
- -ή, -ό (Α μαιευτικός, -ή, -όν) [μαιεύομαι]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαίευση ή ο κατάλληλος για τη μαίευση (α. «μαιευτική κλινική» β. «μαιευτική τέχνη»)2. φρ. «οι μαιευτικοί διάλογοι» — οι διάλογοι τού Πλάτωνος Αλκιβιάδης, Λάχης, Λύσις, Θράσυλλος.επίρρ...μαιευτικώς (Α μαιευτικῶς)νεοελλ.σύμφωνα με την άποψη τού μαιευτήρααρχ.κατά τη μέθοδο τής μαίας.
Dictionary of Greek. 2013.